- Αἰγᾶν
- Αἴγηfem gen pl (doric aeolic)Αἰγαίfem gen pl (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αιγάν — (6ος αι. μ.Χ.). Αρχηγός μισθοφόρων στα χρόνια του ΙουστινιανούΑ’ (527 565). Πήρε μέρος στους πολέμους του Βελισάριου εναντίον των Περσών και Βανδάλων. Αργότερα στάλθηκε από τον στρατηγό Σολομώντα στην περιφέρεια Βυζαντινής (βόρεια Αφρική) για να… … Dictionary of Greek
AEGAN — Graece Αἰγὰν et Αἰγαών, apud Val. Flacc. l. 1. Argon. v. 629. Quantô fremitu se sustulit Aegan. et Stat. l. 5. Thebaid. v. 55. Quas spumiser adsilit Aegan: pro Aegaeo mari. Vide Salmaf. ad Solin. p. 825 … Hofmann J. Lexicon universale